Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Αρθρο του επιστημονικού συνεργάτη της ΕΟΠΕ Λεωνίδα Καραίσκου. Χρήσιμο για όλους και όλες.

Εξαίρεση, ακόμα και στην πιο επιτυχημένη ομάδα, δεν υπάρχει. Μικρά ή μεγάλα "λαϊκά δικαστήρια" στήνονται επιτόπου, κατά τη διάρκεια και στο τέλος του αγώνα είτε νικηφόρος είναι αυτός είτε  απωλεσθείς, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές.
Μερικές φορές, αυτά  "τα δικαστήρια" είναι κάπως διακριτικά και άλλες φορές ενοχλητικά έως προκλητικά. Αυτό δεν είναι παραγωγικό και μολύνει με αρνητική ενέργεια όλο το περιβάλλον που αφορά.
Οι γονείς γνωρίζουν καλύτερα από τον προπονητή πότε θα έπρεπε να πάρει time out, πότε και ποιες αλλαγές θα πρέπει να κάνει, ποια συστήματα να εφαρμόσει και όλα τα υπόλοιπα τεχνικά ζητήματα. Επίσης, οι ίδιοι πολλές φορές έχουν άποψη για το πώς θα πρέπει να σχεδιάζεται η προπόνηση ή ποιες μπάλες είναι καλύτερες. Φευ! Με όλο το σεβασμό στον απαιτητικό ρόλο του γονέα, αυτά είναι θέματα που δεν τον αφορούν, δεν πρέπει να αγγίζει, και κατ' επέκταση να συζητά και μάλιστα δημοσίως. Είναι ένας άσκοπος και μολυντικός συναισθηματικός φόρτος που ξεκινά από τη πλάτη του υποκινητή και μεταφέρεται με την ελαστικότητα του συμπαθούς καγκουρό σε όλες τις άλλες πλάτες της ομάδας.
Πέρα από τις ειδικές προπονητικές γνώσεις που χρειάζεται κάποιος ώστε να σκεφθεί ως προπονητής, θα πρέπει να γνωρίζει τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους που έχει θέσει η ομάδα ως σύνολο αλλά και για κάθε έναν αθλητή ξεχωριστά. Για παράδειγμα, άλλος αθλητής έχει φυσικά, τεχνικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά σε επίπεδο  Εθνικής ομάδας και άλλος για να παίζει για χόμπι στη γειτονιά. Δεν είναι το ίδιο και αλίμονο σε εκείνους που εθελοτυφλούν εμπρός στο αυτονόητο. Επίσης, δεν είναι απίθανο –αντίθετα συμβαίνει πολλάκις σε ερασιτεχνικό επίπεδο- ο προπονητής, όταν επιλέγει τους αθλητές που θα συμμετέχουν στον εκάστοτε αγώνα της ομάδας, να λαμβάνει υπόψη του κάποια επιπλέον δεδομένα ή χαρακτηριστικά των παιδιών π.χ. κοινωνικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά.  
Αντιθέτως, οι γονείς βλέπουν κάθε αγώνα έχοντας ως επίκεντρο το ίδιο τους το παιδί. Κατά συνέπεια  λειτουργούν βάσει αυτής της οπτικής γωνίας που απομονώνουν στον εγκέφαλό τους, με αποτέλεσμα να  παρεκκλίνουν από τη σωστή συμπεριφορά. Οι γονείς, λοιπόν, είναι καλύτερα να ακολουθούν τη συμπεριφορά της "δημιουργικής σιωπής". Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους γονείς που δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ τους με το άθλημα αλλά ακόμα και για εκείνους που έχουν παίξει ή έχουν προπονήσει αθλητές βόλεϊ, ασχέτως επιπέδου.  Κανείς δεν εξαιρείται.
Τέλος, για εκείνους που μπαίνουν διαρκώς σε διαδικασία συγκρίσεων ανάμεσα σε ομάδες ή μεμονωμένα αθλητές, ας θυμηθούν ότι αν επιζητούν την ανάπτυξη καλό είναι η σύγκριση να αφορά την ίδια ομάδα ή  τους ίδιους αθλητές  σε διαφορετικές χρονικές στιγμές/περιόδους και καταστάσεις και όχι να γίνεται σύγκριση με  άλλες ομάδες ή άλλους αθλητές. Η βελτίωση και η ανάπτυξη των αθλητών είναι πολυεπίπεδη και πολυπαραγοντική. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, πολλές φορές και οι προπονητές λανθάνουν στις εκτιμήσεις τους για την εξέλιξη αθλητών.
Εκείνο για το οποίο είναι υποχρεωμένος να διαγνώσει και μάλιστα γρήγορα ο γονιός είναι αν το περιβάλλον που αναπτύσσεται κοινωνικά και αθλητικά το παιδί μπορεί να διδάξει ήθος και αν έχει υψηλά παιδαγωγικά ιδεώδη. Αν τα κομμάτια χαράς υπερισχύουν αυτών της λύπης. Αν κρίνει θετικό το πρόσημο της ενασχόλησης του παιδιού με το άθλημα.
Δεν υπάρχουν πολλά λόγια που μπορεί να πει ένας γονιός στο παιδί πριν τον αγώνα. Αρκούν αυτά: «Διασκέδασε», «Δώστα όλα», «Φρόντισε την ομάδα σου», «Σ' αγαπώ». Είναι υπεραρκετά!
Το ίδιο λίγα που αρκούν μετά τον αγώνα: «Σε θαύμασα όταν ..» (σίγουρα μπορεί να βρει ευκαιρίες), «Διασκέδασες?», «Σ' αγαπώ». Εξίσου υπεραρκετά!
Επίσης, κατά τη διάρκεια του αγώνα όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα λεκτικής επικοινωνίας υπερισχύουν τα έργα: Να χειροκροτεί τη φίλα προσκείμενη και την αντίπαλη ομάδα και να χαμογελά σε κάθε ευκαιρία. Ούτε κώδικας χειροσήμανσης τεχνικών οδηγιών ούτε μορφασμούς με νόημα. Απλή, ουσιαστική και μεγαλειώδη εν τέλει συμπεριφορά.